-
1 экскурсия
-и θ.1. εκδρομή•загородная -εκδρομή στην εξοχή•
экскурсия в горы εκδρομή στα βουνά•
дальная экскурсия μακρινή εκδρομή.
2. επίσκεψη ομαδική•экскурсия в музей επίσκεψη στο μουσείο.
3. παλ. βλ. экскурс. -
2 поездка
-
3 экскурсия
-
4 вылазка
вылазкаж1. воен. τό ἐγχείρημα, ἡ ἔξοδος, ἡ ἐξόρμηση·2. (экскурсия) ἡ ἐκδρομή:лыжная \вылазка ἡ ἐκδρομή μέ τά σκί. -
5 туризм
туризмм ἡ περιήγηση/ ὁ τουρισμός (иностранный)/ спорт. ἡ ὁδοιπορική ἐκδρομή:горный \туризм ἡ ὁρειβατική ἐκδρομή, ἡ ὁρειβασία. -
6 вылазка
-и θ.1. (στρατ.) εξόρμηση, έξοδος, εγχείρημα, γιουρούσι.2. (στρατ.) αιφνιδιασμός.3. (αθλτ.) εκδρομή•лыжная вылазка εκδρομή με τα σκί.
-
7 поход
поход 1-а α.1. εκδρομή•туристский поход τουριστική εκδρομή.
|| πορεία•войска в -е τα στρατεύματα σε πορεία.
|| επίσκεψη•коллективный поход учеников в кино ομαδική επίσκεψη των μαθητών στον κινηματόγραφο.
2. εκστρατεία•персидский поход Александра Великого η εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου κατά των Περσών•
выступишь с -ом εκστρατεύω;•
крестовый поход η σταυροφορία.
поход 2-а α.το πλεόνασμα, το παραπάνω, το επι πλέον•с -ом με το παραπάνω.
-
8 поездка
το ταξίδι, η εκδρομήдата - и ημερομηνία - ού, организовать - у οργανώνω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поездка
-
9 экскурсия
η εκδρομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экскурсия
-
10 загородный
загородныйприл ἐξοχικός:\загородный дом Ιϋπαυλη, τό ἐξοχικό σπίτι· \загородный ая прогу́лка ὁ περίπατος στήν ἐξοχή, ἡ ἐκδρομη. -
11 пикирующий
пикирующийприл:\пикирующий бомбардировщик τό βομβαρδιστικό καθέτου ἐφορμήσεως. π икни́κ м ἡ ἐκδρομή, τό πικνίκ. -
12 поездка
поездкаж τό ταξίδι:загородная \поездка ἡ ἐκδρομή· увеселительная \поездка τό ταξίδι ἀναψυχής. -
13 прогулка
прогу́л||каж ὁ περίπατος, ἡ βόλτα, τό σεργιάνι/ ἡ ἐκδρομή (загородная):выйти на \прогулкаку βγαίνω περίπατο. -
14 экскурсия
экскурсияж ἡ ἐκδρομή/ ἡ ἐπίσκεψη (в музей и т. п.). -
15 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ. θ. βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
16 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ. θ. βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
17 экскурсия
[εκσκούρσιγια] ουσ. θ. εκδρομή -
18 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ θ βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
19 прогулка
[πραγκούλκα] ουσ θ βόλτα, περίπατος, εκδρομή -
20 экскурсия
[εκσκούρσιγια] ουσ θ εκδρομή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐκδρομῇ — ἐκδρομή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδρομή — η (AM ἐκδρομή) 1. μετάβαση για ώρες ή μέρες σε άλλη τοποθεσία, πόλη ή χώρα για αναψυχή, διασκέδαση 2. η συμμετοχή σε διάφορες εκδηλώσεις, η επίσκεψη μουσείων, ιστορικών χώρων κ.λπ. μσν. 1. (για χρόνο) πέρασμα αρχ. 1. εξόρμηση, έφοδος 2. το σύνολο … Dictionary of Greek
εκδρομή — η σύντομο ατομικό ή συνήθως ομαδικό ταξίδι με επιστροφή, που γίνεται για αναψυχή ή για επίσκεψη αξιοθέατων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκδρομαῖς — ἐκδρομή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρομαί — ἐκδρομή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρομῆς — ἐκδρομή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρομήν — ἐκδρομή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδρομῶν — ἐκδρομή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
L'Excursion — Données clés Titre original H Εκδρομή (I Ekdromí) Réalisation Takis Kannelopoulos Scénario Yorgos Kitsopoulos Sociétés de production Kostas Kannelopoulos … Wikipédia en Français
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek